ῥεούσας

ῥεούσας
ῥεούσᾱς , ῥέω
flow
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ῥεούσᾱς , ῥέω
flow
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωματουργώ — έω, ΜΑ [σωματουργός] προσδίδω σε κάτι σωματική, υλική υπόσταση («σωματουργεῑ τὰς ῥεούσας εἰκόνας», Πισίδ. Ι.) αρχ. 1. διαρθρώνω σε ενιαίο σύνολο 2. συνθέτω, σκευάζω («εἴδη τε πολλά σωματουργεῑ φαρμάκων», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • Μαρό, Κλεμάν — (Clement Marot, Καόρ 1496 – Τορίνο 1544). Γάλλος ποιητής. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ποιητικής σχολής των ρητοριστών (rhetoriquers) και ο Μ. διδάχτηκε από εκείνον την τεχνική της στιχουργίας. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”